αψύχραντος

αψύχραντος
-η, -ο
αυτός που δεν ψυχράνθηκε ή δεν ψυχραίνεται: Η φιλία τους χρόνια τώρα ήταν αψύχραντη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αψύχραντος — η ο αυτός που δεν έχει ψυχρανθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ψυχραίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στον Μιχ. Σχινά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”